ποδάρα

ποδάρα
η, Ν
1. πολύ μεγάλο πόδι
2. φρ. «απλώνω τις ποδάρες μου» — κάθομαι και αναπαύομαι απλώνοντας τα πόδια κατά τρόπο μη κόσμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μουλάρ-α, πιθάρ-α)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

  • πλατυπόδαρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει πλατιά πόδια, πλατύποδας 2. αυτός που πάσχει από πλατυποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ποδάρα] …   Dictionary of Greek

  • ποδάρας — και ποδαράς, ο, θηλ. ποδαρού, Ν άτομο με πολύ μεγάλα πόδια ή πέλματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρα (πρβλ. κεφάλ ας: κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • χαζομάρα — και χαζομάρα, η, Ν 1. η ιδιότητα τού χαζού, το να είναι κανείς χαζός ή να γίνεται χαζός 2. λόγος ή πράξη χαζού, ανοησία, ανόητη ενέργεια, απερισκεψία, κουταμάρα (α. «λέει συνεχώς χαζομάρες» β. «μού φαίνεται πως έκανα μια μεγάλη χαζομάρα»).… …   Dictionary of Greek

  • μεγεθυντικά — τα τα ουσιαστικά που δηλώνουν μεγέθυνση, π.χ. ποδάρα, κεφάλα, ματάρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”